- ξυπολύνω
- και ξυπολάω (Μ ξυπολάω)μέσ. ξυπολιέμαιαφαιρώ τα υποδήματα μου και μένω ξυπόλητοςνεοελλ.αναγκάζω κάποιον να μείνει ξυπόλυτος, αφαιρώ από κάποιον τα υποδήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-υπο-λύω «βγάζω τα υποδήματά μου», με σίγηση τού αρκτ. άτονου -ε-. Οι τ. ξυπολάω και ξυπολύνω από μεταπλασμό τού (ἐ)ξυπολύω].
Dictionary of Greek. 2013.